- ζωνοειδεῖς
- ζωνοειδεῖςζωνοειδήςlike a belt: masc /fem acc plζωνοειδήςlike a belt: masc /fem nom /voc pl (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ζωνοειδεῖς — ζωνοειδής like a belt masc/fem acc pl ζωνοειδής like a belt masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σλίρεν — τα, Ν γεωλ. φακοειδείς ή ζωνοειδείς μορφές με τις οποίες απαντούν ορισμένα μεταλλοφόρα κοιτάσματα, αλλ. ταινίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schlieren < γερμ. διαλ. schlier με αρχική σημ. «πληγή»] … Dictionary of Greek